Εκάβη

Μεταξύ 430 και 420 -π.Χ.(1295 στίχοι).

Χορός:αιχμάλωτες γυναίκες

Πρόσωπα:Είδωλο Πολυδώρου, Εκάβη, Πολυξένη, Οδυσσεύς,

Ταλθύβιος, θεράπαινα, Αγαμέμνονας, Πολυμήστορας.


 

   Ο Πολύδωρος( μικρότερος γιος του Πριάμου), λίγο πριν την πτώση Τροίας  στέλνεται για να  αποφύγει την επικείμενη σκλαβιά με αρκετό χρυσάφι στο βασιλιά των θρακών Πολυμήστορα. Εκείνος σκοτώνει τον Πολύδωρο, του παίρνει το χρυσάφι και το πτώμα του  το πετά στη θάλασσα που το εκβράζει κάθε τόσο στις ακτές.   Η Εκάβη μαζί με άλλες αιχμάλωτες των Αχαιών που επιστρέφουν νικητές κατασκηνώνει εκεί κοντά.

Το δράμα αρχίζει με το φάντασμα του Πολυδώρου που συστήνεται  και περιμένει να συναντήσει τη μητέρα του για να τον θάψει και να μην περιπλανιέται. Μας πληροφορεί  και για όνειρο που θέλει τον Αχιλλέα να ζητά θυσία μια κόρη του Πριάμου στον τάφο του.

Ακολουθεί είσοδος του χορού που υποβαστάζει τη γριά Εκάβη. Ακολουθούν οι ανάπαιστοι της Εκάβης και του χορού. Στη συνέχεια ο Οδυσσέας εμφανίζεται     και ανακοινώνει  την απόφαση των Αχαιών να θυσιάσουν την Πολυξένη (κόρη της Εκάβης). Ακολουθεί   δραματικός διάλογος ανάμεσα στην Εκάβη και Οδυσσέα. Παρεμβαίνει και η Πολυξένη    που φυσικά δεν είναι μικρόψυχη. Ούτως ή άλλως η σκλαβιά είναι βαρύτερη απ' το θάνατο. Η Εκάβη αυτοπροσφέρεται να την αντικαταστήσει αλλά δεν γίνεται κάτι τέτοιο. Μετά το χορικό εμφανίζεται ο κήρυκας Ταλθύβιος που φέρνει την σφαγμένη Πολυξένη για να την θάψουν. Της διηγείται τη θυσία. Η ευγενική στάση της κοπέλας προκάλεσε το θαυμασμό των Αχαιών.

Η Εκάβη στέλνει τη θεράπαινα να φέρει νερό να πλύνουν το πτώμα της Πολυξένης.  Στο γιαλό βρίσκει το πτώμα του Πολύδωρου.   Η Εκάβη συγκλονίζεται. Ο πόνος της είναι άμετρος. Σχεδίαζει την εκδίκηση. Ακολουθεί σκηνή με τον Αγαμέμνονα και την Εκάβη.  Ο Αγαμέμνονας τη συμπονά και της παρέχει την προστασία του. Καλεί τον Πολυμήστορα  και τα παιδιά του στη σκηνή της. Εκεί γυναίκες σκοτώνουν τα παιδιά του και τυφλώνουν  τον ίδιο. Τότε εμφανίζεται στους Αχαιούς τυφλός και την κατηγορεί. Ο Αγαμέμνονας    αθωώνει την Εκάβη επειδή δεν άρχισε την ωμότητα, αλλά ανταπέδωσε σε κείνον που την άρχισε...

<<επιστροφή