Ειρήνη

 Ανέβηκε το 421 π.Χ. Τιμήθηκε με β΄ βραβείο στα Μεγάλα Διονύσια (1359 στίχοι).

 


Έξω από το σπίτι του Τρυγαίου στέκονται οι δύο υπηρέτες του και ζυμώνουν. Ζυμώνουν κοπριά για να φάει το τεράστιο σκαθάρι που βρίσκεται μέσα στο στάβλο. Ο Τρυγαίος βγήκε από το σπίτι του, έβγαλε το σκαθάρι από το στάβλο, το καβάλησε και πέταξε μακριά. Προορισμός του είναι το παλάτι των θεών, θέλει να ρωτήσει το Δία τι θα κάνει με τους Έλληνες. Ο Τρυγαίος φτάνει στο παλάτι του Δία μα δεν βρίσκει κανέναν μέσα. Μόνο ο Ερμής έμεινε να φυλάει κάποια αντικείμενα. Οι Θεοί έφυγαν μακριά γιατί είχαν θυμώσει με τους Έλληνες που μόνο στον πόλεμο είχαν το νου τους. Ο θεός Πόλεμος, λοιπόν, είχε βρει την ευκαιρία και είχε φυλακίσει την Ειρήνη σε μία σπηλιά εκεί δίπλα. Μπροστά από τον Τρυγαίο και τον Ερμή εμφανίζεται ο Πόλεμος. Κρατάει στο χέρι του ένα μεγάλο γουδί και μέσα σε αυτό ρίχνει μία μία τις ελληνικές πόλεις. Θα τις λιώσει όλες μα χρειάζεται ένα γουδοχέρι. Ο υπηρέτης του δεν βρίσκει πουθενά, τότε ο Πόλεμος φεύγει για να βρει ο ίδιος το γουδοχέρι.

Ευκαιρία τώρα που έφυγε ο Πόλεμος να μαζευτούν όσοι περισσότεροι μπορούν για να βγάλουν τις πέτρες από την είσοδο της σπηλιάς και να ελευθερώσουν την Ειρήνη. Ο Ερμής προσπαθεί να εμποδίσει τον κόσμο να την ελευθερώσει μα στο τέλος πείθεται να βοηθήσει. Και νάτη η θεά εμφανίζεται μπροστά τους ελεύθερη. Η Ειρήνη όμως τα έχει με τους ανθρώπους. Δεν τους μιλά γιατί τους θεωρεί άμυαλους και όλο στον πόλεμο καταλήγουν. Με ελευθερωμένη τα θεά ο Τρυγαίος τακτοποιεί κάποιες λεπτομέρειες και γυρνάει χαρούμενος σπίτι του. Αρχίζει τις ετοιμασίες για να παντρευτεί την Οπώρα, τη συντρόφισσα της Ειρήνης. Έξω από το σπίτι του ετοιμάζονται να θυσιάσουν ένα αρνί προς τιμήν της θεάς. Όσοι αγαπούσαν τον πόλεμο και είχαν συμφέροντα από αυτόν δεν έχουν τύχη πια. Όσοι έφτιαχναν όπλα έχασαν τη δουλειά τους. Το γλέντι έχει αρχίσει.

                                   <<Επιστροφή