Σφήκες

 Ανέβηκε το 422 π.Χ. και απέσπασε το β΄ βραβείο στα Λήναια (1537 στίχοι).


Οι δούλοι Σωσίας και Ξανθίας φυλάνε έξω από το σπίτι του Φιλοκλέωνα. Είναι βράδυ όμως και νυστάζουν. Ο Βδελυκλέωνας έχει βάλει τους δούλους να φυλάνε να μη φύγει από το σπίτι ο πατέρας του Φιλοκλέωνας. Ο γέρος έχει μανία να δικάζει. Που τον χάνεις που τον βρίσκεις στα δικαστήρια.

Ο Βδελυκλέωνας ξύπνησε και ψάχνει τον πατέρα του. Όλες οι τρύπες στο σπίτι είναι κλειστές και από πουθενά δεν μπορεί να φύγει. Ο γέρος κάνει να κρυφτεί κάτω από το γάιδαρο, μα τον πιάνουνε. Σε λίγο θα έρθουν και άλλοι γέροι να φωνάξουν το Φιλοκλέωνα. Αυτοί σαν τις σφήκες έχουν ένα κεντρί που τους κρέμεται από τη μέση.

Και να δεν αργούν να έρθουν οι σφηκόμορφοι γέροι. Φτάνουν και αναζητούν το Φιλοκλέωνα.

Ο Φιλοκλέων εμφανίζεται από έναν φεγγίτη ψηλά στο σπίτι και λέει στους συντρόφους του ότι είναι φυλακισμένος. Ο γέρος πατέρας προσπαθεί να κατέβει κρυφά μα ο γιος του ξυπνά.

Όλοι μαζεύονται έξω από το σπίτι.                             

Οι γέροι απειλούν να κεντρίσουν το Βδελυκλέωνα αν δεν ελευθερώσει τον πατέρα του.

Πατέρας και γιος ανταλλάσσουν επιχειρήματα για τις δίκες. Έτσι αρχίζει μεταξύ τους μία λεκτική μάχη. Ο γέρος πατέρας όμως δεν αλλάζει με τίποτα την επιθυμία του να δικάζει. Η πρόταση του Βδελυκλέωνα αρέσει στον πατέρα του. Ας δικάζει όσα γίνονται στο σπίτι.

Ο Βδελικλέων ετοιμάζει το προσωπικό δικαστήριο του πατέρα του.

Όλα είναι έτοιμα.

Η πρώτη δίκη έχει να κάνει με το σκύλο του σπιτιού που έφαγε το τυρί.  Έρχονται μάρτυρες πολλοί, μεγάλοι και μικροί σκύλοι, μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Με τέχνασμα του Βδελυκλέωνα ο σκύλος αθωώνεται.

Ο γιος προσπαθεί να ντύσει με καλύτερα ρούχα τον πατέρα του που όμως αντιστέκεται. Θα πάνε σε ένα συμπόσιο σε λίγο, θα βρεθούν με κόσμο και ο πατέρας Φιλοκλέωνας όχι μόνο πρέπει να είναι ευπρεπώς ντυμένος μα και να μιλάει πολιτισμένα. Ο γέρος πατέρας όμως τα έκανε θάλασσα. Μέθυσε, πρόσβαλε ανθρώπους που τον απειλούν τώρα με μήνυση.

                                <<Επιστροφή